- επιδεξιοτης
- ἐπιδεξιότηςἐπι-δεξιότης-ητος ἥ тж. pl. ловкость, искусность Aeschin., Arst., Polyb., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπιδεξιότης — handiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξιότητα — ἐπιδεξιότης handiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξιότητας — ἐπιδεξιότης handiness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεξιότητος — ἐπιδεξιότης handiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδεξιότητα — η (AM ἐπιδεξιότης) [επιδέξιος] η ιδιότητα τού επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.) νεοελλ. τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες τού κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν… … Dictionary of Greek